- χαροφύκη
- τα, Νβοτ. ομάδα φυκών που αποτελούν, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, την κλάση τών χλωροφύτων, ενώ, σύμφωνα με άλλα συστήματα ταξινόμησης, αποτελούν ιδιαίτερη διαίρεση φυκών, τα χαρόφυτα ή χαρώδη φύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. charophyceae < λατ. chara, είδος φυτού + φύκη].
Dictionary of Greek. 2013.